σημειωματαριο κηπων

18 Αυγούστου 2023

με χωρίς τούμπανα με χωρίς τρουμπέτες : τα βίντεά μου / και μερικές επεξηγήσεις περί τής wordpress committing suicide /

εκει καπου, στη στροφη λοιπον της νεας χιλιετιας του πλανητη μας (που δεν ξερει να μετραει και σωστα) μου ’πεσε στο κεφαλι κι ενας θανατος συγγενους – που μ’ αναγκασε να ζητησω τη βοηθεια ενος νεου δικηγορου – για να γλιτωσω απο κατι αλλους συγγενεις – μια που ο παλιος μου δικηγορος ειχε αποδημησει επισης προ ολιγου, αν και ηταν διανοουμενος και εξοχος νομικος και πολυ φιλος μου – κι ετσι ο καινουργιος δικηγορος μου που δεν ηταν τιποτα απ’ ολα αυτα αλλά μου τον ειχε συστησει ενας αλλος φιλος μου επισης διανοουμενος και που ειχε σχεσεις με την αριστερα και επειδη ο καινουργιος μου δικηγορος ηταν και παλιος αριστερος και ηξερε ολον τον καλο κοσμο που εγω αγνοουσα, με προσκαλουσε σε διαφορες συγκεντρωσεις οπου εγω πηγαινα τρεχοντας και ετσι, αν βγηκε κι ενα καλο απο τον ενα θανατο ηταν οτι γνωρισα και μερικους ανθρωπους – που τους ηξερα μόνο κατ’ ονομα και που, αντιθετα απο τον αποδημησαντα συγγενη (που προσπαθω εναγωνιως να ξεχασω) δεν προκειται να τους ξεχασω ποτέ :

ηταν κυριως γυναικες : τις γνωρισα αρχικα τις περισσοτερες σε ενα συνεδριο σε ενα νησι με θεμα σχετικο με ο,τι τις ενδιεφερε (το εξωπραγματικο και αλλοκοτο θεμα του ητανε «οι γυναικες στην αντισταση») οπου ως (σε αυτες) γνωστον (και οπως καταλαβα και εγω, καθως εν καιρω μορφωνομουνα) σε αυτα τα συνεδρια δεν πατανε ουτε αντρες αριστεροι ουτε πολυ αντρες ενγενει, και κυριως καθολου αντρες νεοι, διοτι και οι δύο κατηγοριες εχουν σημαντικοτερα πραγματα να κανουνε απο το να ασχολουνται με τις γυναικες και τα βιτσια τους

και καθως, εγω παντως ως αργοσχολη, και εχοντας παρει και μια βιντεοκαμερα εσχατως (ενα μηχανηματακι ονειρικης εμφανισης, ασχετο αν εχει πια αχρηστευτει ως ειδος) αρχισα να βιντεοσκοπω μετα μανιας

βρισκομαι σημερα με εναν σεβαστο αριθμο βιντεοσκοπημενων θαυμαστων ανθρωπων, κυριως γυναικων, τις οποίες αφου γνωρισα αρχικα σε κεινο το συνεδριο (εχω δηλαδη τις ομιλιες λιγο–πολυ ολων τους) στη συνεχεια τούς εγινα φορτωμα να κατσουν απεναντι απο την (ωραια) βιντεοκαμερα και να μου διηγηθουν ανευ χρονικων περιορισμων τη ζωη τους

απο την κιττυ αρσενη εχω παμπολλα τετοια σιντι, απο τη φιλη της (που επισης καταθεσε στο «συμβουλιο της ευρωπης» για τα εν ελλαδι επι δικτατοριας βασανιστηρια) νατάσα μερτίκα επισης, απο τη δωρα καλλιπολιτη (που εφυγε προ καιρου δυστυχως) επισης πολλα σιντιά, και άλλα ακομα

μολονοτι τις σεβομουνα απολυτα ειχα το θρασος να τους ξεκαθαρισω με υποτιθεμενη αυστηροτητα και απο την αρχη οτι τη ζωη τους ηθελα, τις πολυλογιες τους ηθελα, δεν ηθελα ουτε τυμπανα ουτε τρομπετες ουτε τη διεθνη σε νεα εκτελεση – τη ζωη τους ηθελα, στις πιο ασημες και μικρες αποχρωσεις, στην πιο μαυροασπρη πολυχρωμια αυτων που κατα κανονα δεν λεγονται

αλλά το πιο σημαντικο ειναι οτι το ηθελαν και εκεινες : και μολονοτι η πολιτικη εισχωρουσε στις αφηγησεις τους με ολες τις αυτονοητες αποχρωσεις τού μαυροασπρου, η κουβεντα τους ειναι γοητευτικη γιατι δεν εχει τιποτα στομφωδες, τιποτα πεποιημενο, τιποτα αναμενομενο : ηξεραν οτι εγω δεν ειμαι κινηματογραφιστης (μερικα χρονια αργοτερα ενας επαγγελματιας κινηματογραφιστης, γυναικα, ανελαβε να κανει ταινια με αυτες περιπου τις προδιαγραφες, και καλα εκανε αν και η κομματικη ταυτοτητα που ξεπηδησε απο κατω απο τις γραμμες εμένα βαρεως με απωθησε) δεν ειχε λοιπον η κουβεντα τους τιποτα το αναμενομενο, τιποτα το ξαναειπωμενο και τιποτα εντελει το πολιτικα ορθο ή ξαπλωμενο, ή καθιστο :

γιατι οταν οι γυναικες αντιστεκονται ειναι ολομοναχες απεναντι στους αντρες εντος και εκτος του κοσμου τουτου, και του κοσμου τού άλλου

και τοτε αυτοι οι ανθρωποι, οι σημαντικοτεροι της χωρας κατα τη γνωμη μου, που διαβιουν στα μικρα και ενιοτε γοητευτικα σπιτια τους σημερα ενιοτε σαν ερημιτες, και που χαρη στο απιστευτο πεισμα τους και το περιπου εξωανθρωπινο κουραγιο τους εσπρωξαν αυτη τη χωρα να εξελθη απο τον βορβορο της βαρβαροτητας (μία μού ειπε : εκεινη την μεγαλη πορεια στην πρωτη επετειο του πολυτεχνειου την κοιταζαμε απο το πεζοδρομιο και λεγαμε με την (ταδε) «πού ηταν ολοι αυτοι τοσον καιρο να ’χαμε γλιτωσει τα παντα»)

τοτε αυτες οι ανθρωποι ξερουν καλυτερα και περισσοτερο απο μας τις υπολοιπες τί θα πει να εισαι μόνος σου και η φωνη σου να μη φτανει σημερα σχεδον πουθενα, αλλά να ’χεις μετακινησει τον πανεθνικως ακουνητο βραχο

χρωσταω να τα μεταφερω ολα αυτα τα σιντια καποτε σε βιντεα.

υγ. : το (άκρως αισιόδοξο) αυτό κείμενο το είχα δημοσιέψει προ καιρού στο φεϊσμπουκ αλλά σκεφτόμουνα (από καιρό) ότι καλό θα ’ναι να υπάρχει και εδώ

εδώ, όπου θα πρέπει να διευκρινίσω πως τα λέω ολ’ αυτά, τώρα, που έχουν αλλάξει σχεδόν τα πάντα στην πλατφόρμα (τη wordpress) που με φιλοξενεί (τρόπος τού λέγειν φιλοξενεί) διότι η κατάσταση στο editing έχει γίνει τόσο δύσκολη και αλλούτερη και σουρεαλιστική που αμφιβάλλω αν θέλουν πια κείμενα εδωμέσα

καθώς βεβαίως είμαστε έρμαια εταιρειών (κατά κανόνα υπερατλαντικών), και αναγκαστικά υποκύπτουμε στα οικονομικά συμφέροντα (και τα υπόλοιπα γούστα τους)

θα μπορούσα τότε, ασφαλώς και ψύχραιμα και χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, να πω ότι η γουώρντπρες  αποφάσισε να αυτοκτονήσει

ή, για την ακρίβεια, ότι αποφάσισε (ηπίως και εντέχνως, και παμπόνηρα) να μάς διώξει όλους όσες γράφουμε – και να περιοριστεί (ή – κατά τη γνώμη της – να επεκταθεί / κύριος οίδε τα μυαλά που κουβαλάνε) αποκλειστικά και μόνο σε όσους ασχολούνται με τη μαγειρική την τοπιολογία και τη φωτογραφία :

διότι δεν εξηγείται αλλιώς η αλλαγή στο παρασκήνιο, εκεί που βρίσκεται η φόρμα τής γραφής, το editing που λέμε ελληνικά, και η αλλοπρόσαλλες δυσκολίες με τις οποίες την εμπλούτισε

έτσι που να μην μπορώ να διαλέξω πια τυπογραφικά στοιχεία (fonts δηλαδή), και ούτε καν το μέγεθός τους να ορίζω, και να αναγκάζομαι έτσι να σάς δίνω κείμενα είτε σε πολύ μικρά γραμματάκια, είτε σε πολύ μεγάλα (τεραστίων διαστάσεων, και αντιαισθητικά σαφώς)

(άσε που αναγκάζομαι να βλέπω και τις διαφημίσεις τους, για τις οποίες ούτε έχω ερωτηθεί ούτε την άδεια έχω δώσει / πράγμα εξαιρετικά αυταρχικό, κουτοπόνηρο, και, εντέλει, ανήθικο (διότι δεν υπήρχε τέτοια εμπορευματική εισβολή ανάμεσα στα γραφτά μου, όταν διάλεξα τη γουώρντπρες για πλατφόρμα μου, πριν τόσα χρόνια))

έτσι – επιπλέον – ορίστε – μια από τις συνέπειες τής απογοήτευσής μου, και τού θυμού μου, είναι ότι αφαίρεσα από το μπλογκ τελικά, όπως θα προσέξατε (οι πολύ προσεκτικοί) και τα pdf με τα βιβλία μου – στο μέλλον ίσως βρω έναν τρόπο να τα ανεβάσω στο ιντερνέτ αλλιώς

αυτά για σήμερα, εξηγώντας και τη μακρά μου απουσία – βρέστε τα με τους αμερικάνους που μ’ εκνευρίζουνε.

.

2 Ιανουαρίου 2023

ηρακλή λογοθέτη : το λακωνίζειν εστί μελαγχολείν (από το δοκίμιο «δάνειον έθνος»)

.

.

. . . . . . . . . . . .

.

.

για ένα κείμενο απελπισμένο σήμερα ο λόγος, που καταλήγει να ξεδιπλωθεί μπροστά μας εντέλει ήρεμο αν και με θυμωμένη λύπη –

το δοκίμιο «δάνειον έθνος» τού ηρακλή λογοθέτη είναι, για να το πω εισαγωγικά, μια που μ’ αυτό αρχίζει και ο καινούργιος χρόνος σ’ αυτό το βλογ, ένας πραγματικός θησαυρός

αφήγηση ανελέητη και αχόρταγη, που τρέχει «ωσάν ποτάμι χειμωνιάτικο» που έλεγε και ο μεσαιωνικός χρονικογράφος, βαδίζει με ευρηματική και θυμωμένη ταχύτητα, χωρίς να χάνει ποτέ την ισορροπία της, πάνω στις δυό ράγες συγχρόνως ενός τραίνου απολύτως σύγχρονου : από τη μιά πατώντας στην αποκάλυψη τής εθνικής απελπισίας και λύπης, και από την άλλη στην ψυχραιμία και τον θυμό μιας ανελέητης ιστορικής αυτογνωσίας

η απαρχή είναι σχεδόν ανεκδοτολογική : «ένα μικρό διπλωματικό επεισόδιο» όπως το περιγράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στην εισαγωγή του, από τα πρώτα χρόνια τής ελληνικής επανάστασης, που το ψάρεψε από το αχανές έργο τού ακαταπόνητου εκείνου κωνσταντίνου σάθα, και που, εντέλει και καταβάθος, διαβάζεται και σαν αστυνομικό μυθιστόρημα – όπου όμως, τόσο το έγκλημα, όσο και οι συντελεστές του, θα παραμείνουν και σαφείς και αμφίσημοι

η λύπη προέρχεται από μια επανάσταση που παραπαίει : δει δη χρημάτων, πέραν του αυτοθυσιαζόμενου πείσματος των αγωνιστών που μάχονται ξυπόλητοι και εν πολλοίς άοπλοι, και παρενθετικώς εγκαταλελειμμένοι στις πατροπαράδοτες εμφύλιες διαμάχες, και αυτά τα χρήματα αναλαμβάνει, πρακτική και άτεγκτη, και στις διπλωματικές της μηχανορραφίες περιπεπλεγμένη, να βρει η πολιτική των πρόσφατων κυβερνητών

και νά που εμφανίζονται αίφνης οι «δανειστές» – κουβαλημένοι πρόθυμα από την παραπαίουσα επίσης δόξα τής δυτικής τους καλογερικής παράδοσης – περιβεβλημένης περήφανα με το ένδυμα τής ήδη από αιώνων χρεωκοπημένης μεν ιπποσύνης, αλλά με τις άπληστες και εξίσου φαντασιόπληκτες άδειες τους τσέπες

ένα πανηγύρι αθλιότητας ξετυλίγεται, με στόχους έως και εδώ σήμερα οικείους, απτούς, και κατανοητούς :

ο ηρακλής λογοθέτης παρακολουθεί τις προσπάθειες καταλήστευσης τού νεοσύστατου μη–κράτους, παρεμβάλλοντας, ρυθμικά ισορροπημένα, και τιμωρητικά θα ’λεγε κανείς, τις ευεργετικές εκείνες παρενθέσεις [εντός των λακωνικότατων αγκυλών] που ακουμπάνε στο οικείο και εν πολλοίς αξιολύπητο ή τραγελαφικό παρόν

μια τέτοια παρένθεση διάλεξα σήμερα με την άδεια τού συγγραφέα (και τον ευχαριστώ γι’ αυτό) να παραθέσω εδωπέρα, ως αισιόδοξο ξεκίνημα, μες στην απαισιοδοξία του, για την «επανάσταση (που) είναι πια θέμα αιώνων» – μαζί με τις ευχές μου για καλή χρονιά.

.

.

..

….

.

.

.

«[Το λακωνίζειν εστί μελαγχολείν — γι’ αυτό και τα πιο αεράτα συνθήματα φέρουν μια μελανή νότα. Το πώς διαβάζει κανείς την ακουστική της στα κοινωνικά πράγματα του καιρού και το πώς διαπραγματεύεται την ερμηνεία της είναι ζήτημα μιας διαχρονικής και πάντα επίκαιρης πολιτικής γραμματικής γύρω από το οποίο μαίνονται  ασταμάτητες συγκρούσεις. Έτσι, σε τοίχο της οδού Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια, έξω από ένα εργαστήριο γραφικών τεχνών και, διόλου τυχαία, ακριβώς απέναντι από εκδοτικό οίκο που επιμένει στο πολυτονικό σύστημα, υπάρχει το σύνθημα:

“ΑΙΝΑΝΤΥΑ ΣΤΙΝ ΑΣΤΟΙΚΥ ΩΡΘΩΓΡΑΦΕΙΑ”

   Διαγωνίως απέναντι και παρηχώντας ευφυώς το γνωστό σύνθημα “Φασίστες κουφάλες έρχονται κρεμάλες”, δεν άργησε καθόλου να εμφανιστεί και η σωφρονιστική απάντηση:

“ΑΝΟΡΘΟΓΡΑΦΟΙ ΚΟΥΦΑΛΕΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΔΑΣΚΑΛΕΣ”

   Ενώ λιγάκι παρακάτω με πεζά, καλλιγραφημένα και εμφανώς πολυτονισμένα γράμματα κατατίθεται ως αιχμηρό σχόλιο στην προηγηθείσα πυγμαχική συνομιλία ένα ακόμα σύνθημα:

“Ἡ ἐπανάσταση εἶναι πια θέμα αἰώνων”

Η συνθηματική συνομιλία, άμεση κατά τα δυο πρώτα σκέλη, και υπαινικτική κατά το τρίτο, είναι πολιτικά πλήρης καθώς εμπεριέχει τα πάντα: την ανορθόγραφη μούφα, την τιμωρητική της απειλή και την ορθογραφημένη διάψευση και των δύο μαζί. Στις δύο κάθετες πλευρές του τριγώνου αποτυπώνεται αφενός η γοερή πίστη ότι η αποσυγκρότηση του γλωσσικού συντάγματος θα συνεργήσει στην πολιτειακή ανατροπή και αφετέρου η κραυγαλέα πεποίθηση ότι η γραμματική της μαγκούρας έχει άμεσα αποτελέσματα στα κακά παιδιά. Στην υποτείνουσα εγγράφεται η  μελαγχολική διαπίστωση ότι τίποτε μα τίποτε αληθινά επαναστατικό δεν θα καταφέρουμε χωρίς καλά συγκροτημένη παιδεία και ενσυνείδητη μετοχή στη μεστότητα της ιστορικής μας παράδοσης. Η σκιαμαχία έχει επιπλέον και τούτο το παράδοξο: η βίαιη ανορθολογικότητα του πρώτου συνθήματος και η καγχαστική παιδαγωγική του δευτέρου προσομοιάζουν με σκιρτήματα ρομαντικής εξέγερσης — μα μονάχα ο τονισμένος πεσιμισμός του τρίτου είναι γνήσια ρομαντικός. Οι δυο πρώτοι συνθηματογράφοι έχουν κοινή τη ρηχή προσδοκία πως όλα μπορούν να γίνουν βιαστικά και διατεταγμένα. Απ’ αυτήν άποψη βρίσκονται εντός και επί τα αυτά, και μόνο η διαφορά αντιληπτικού τόνου τούς τοποθετεί φαινομενικά στα άκρα του φάσματος. Ο τρίτος όμως, ενστερνιζόμενος από την αντίπερα όχθη την προοπτική της ρηξιγενούς συνέχειας απορρίπτει και τη δήθεν ριζοσπαστική άποψη ότι το άλμα δεν χρειάζεται εφαλτήριο και την αυταρχική της αντήχηση, ότι δηλαδή αντί εφαλτηρίου μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε πειθαρχικό σκαμνί. Γνωρίζει ότι η παραμυθία της άμεσης επανάστασης δοξάζεται σε επιφανειακές ρωγμές ενώ η πραγματική επαναστατική πολιτική αναπτύσσεται σε σεισμικό βάθος κι επειδή δεν αισθάνεται κάτι ριγηλό να πάλλεται στον ορίζοντα ούτε διακρίνει κάποιο φως, αποσύρεται — και μελαγχολεί.]»

.

… . . . . . . . . . . . . . . . ………………. . . . . …………………… . . . . . . . . . . . . . . . ……… . . . . . . .

.

.

.

(εδώ διαβάζετε λοιπόν «το χρονικό του γαλαξειδίου» / το κείμενο που, ακριβώς, ανακάλυψε (σαν κατάπληκτος, στην νεότητά του) ο κωνσταντίνος σάθας (και έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για τις ακαταπόνητες έρευνές του) : «…το γαίμα έτρεχε στους δρόμους, ωσάν ποτάμι χειμωνιάτικο…»)

.https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A7%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C
_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%93%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%BE%CE%B5%CE%B9%CE%B4%CE%AF%CE%BF%CF%85

.

.

.

.

.

.

24 Ιουλίου 2022

Proetimasíes by Hári Stathátou / review by: Dora Tsimpouki /  μια κριτική στο jstor

.

.

.

.

.

«The voice in Hári Stathátou’s first and quite promising novel, “Preparations”, sounds vivid, amusing, and sometimes astonishingly original. The story – mostly the first-person account of a young woman’s summer experiences – serves as a means to describe and explain the heroine’s psychological preparations preceding artistic creation, which in this case is painting.»

έτσι αρχίζει μια κριτική για τις «προετοιμασίες» που δημοσιεύτηκε το 2008 στον ιστότοπο τού jstor και γράφτηκε από την ντόρα τσιμπούκη, καθηγήτρια αγγλικής και αμερικανικής  λογοτεχνίας στο ε.κ.π.α :

την ανακάλυψα αργότερα και εντελώς τυχαία μέσω google : ήταν μια κριτική για το πρώτο μυθιστόρημά μου (το πρώτο που εκδόθηκε, όχι το πρώτο που γράφτηκε) τίς «προετοιμασίες», που βγήκαν στον «κέδρο» το 1987

την παραθέτω φωτογραφημένη γιατί δεν την έχω ψηφιακά (η αναγγελία της υπάρχει εδώ)

.

.

.

.

.

(η ντόρα τσιμπούκη έχει εκδόσει μαζί με τήν αγγελική σπυροπούλου τό βιβλίο «Culture Agonistes / Debating Culture, Rereading Texts» (Bern, Berlin, Bruxelles, Frankfurt/M., New York, Oxford, Wien, 2002))

.

.

με τη σημερινή ανάρτηση κλείνει λοιπόν αυτός ο μικρός κύκλος (κανονική παρένθεση – αναπάντεχη ακόμα και για μένα την ίδια) (σ’ αυτό το βλογ) με τα τρία κείμενα που έχουν γραφτεί για τα δικά μου βιβλία (τ’ άλλα δύο είναι εδώ και εδώ) – στην πραγματικότητα έχει υπάρξει κι ένα τέταρτο κείμενο, πρώτο μάλιστα δημοσιευμένο χρονολογικά, που ήταν ένα κριτικό σημείωμα, για τις «προετοιμασίες» πάλι ακριβώς, τής ελισάβετ κοτζιά στην «καθημερινή» – αν θυμάμαι καλά πρέπει να γράφτηκε την ίδια τη χρονιά τής έκδοσης του βιβλίου, δηλαδή το 1987 αλλά δεν το έχω (δεν υπήρχε τότε και η δυνατότητα βέβαια) ψηφιοποιημένο, και με τις αλλαγές των σπιτιών δεν μπόρεσα να βρω το φύλλο της εφημερίδας σήμερα για να το φέρω – έστω σε φωτογραφία

αλλά, αρκετά : το βλογ θα ξαναγυρίσει στη συνηθισμένη, και πιο εύκολη για μένα, ύλη του, μετά το σημερινό

να προσθέσω μόνο, για να ’μαι δίκαιη, ότι οι προετοιμασίες είχαν γίνει απροσδόκητα ευμενώς αποδεκτές και στο ραδιόφωνο – που τη δεκαετία τού ’80 και πριν την επέλαση των μπεστσέλερ και των εφημεριδικών τοπτέν είχε αρκετές εκπομπές για βιβλία – : θυμάμαι ότι είχα μιλήσει στην «προσωπική ανθολογία» τού γιάννη κοντού, στο «όσα παίρνει ο άνεμος» του βαγγέλη ραπτόπουλου, στο «πρώτο βιβλίο» τής αλόης σιδέρη και στην ανάλογη εκπομπή για πρωτοεμφανιζόμενα βιβλία τού γιώργου σαρηγιάννη – αλλά καθώς μού ήταν (και μού είναι) δύσκολο να μιλάω για μένα, είχα αρνηθεί σε κάποιους άλλους οι οποίοι είχαν τη διακριτικότητα να μην επιμένουν ιδιαίτερα – τους θυμάμαι με ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη –

αυτά ώς εδώ : όσες τριγυρνάτε στη σχετική ευκολία τού φέϊσμπουκ ξέρετε ήδη ότι εκεί γράφω συχνότερα, και συχνά για θέματα τής πολύ άμεσης επικαιρότητας – αλλά το βλογ δεν πρόκειται να το αφήσω – θα επανέλθω σίγουρα για ό,τι περισσότερο αγαπώ και με νοιάζει.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

30 Απριλίου 2022

«έκθεση βαθυτυπίας» : καταβύθιση σε μια τρυφερή λύσσα / μια κριτική τού γιάννη στ. γαβαλά

.

.

.

.

   Σε μια εποχή όπως η σημερινή που οι πάντες σχεδόν κάνουν ό,τι μπορούν για να χωρίσουν το άτομο από τα ένστικτά του, το βιβλίο «έκθεση βαθυτυπίας» τής Χάρης Σταθάτου (εκδόσεις «απόπειρα»), ένα μυθιστόρημα γραμμένο με περισσή τέχνη και με μια αταίριαστη για την εποχή μας επιμονή στην προκλητικότητα, όχι μόνο φρεσκάρει μνήμες αδιαλλαξίας άλλων δεκαετιών όταν όλα έδειχναν ένα άλλο μέλλον, αλλά και πετυχαίνει να πείσει πως μια πεισματική και μαχητική άρνηση μπορεί να οδηγήσει σε ένα ποιητικό κείμενο που τείνει στην τρυφερότητα. Η «έκθεση βαθυτυπίας» φλερτάρει με την επαναστατική ουτοπία που ενώ ήδη κρίθηκε θα συντηρείται μέσα από παρόμοιες γραφές, παράλληλα μάς μεταφέρει ένα μέρος από το κλίμα τών ζοχαδιακών 70’ς δίνοντας αφορμή να τα συγκρίνεις με το σήμερα που τα πράγματα είναι πιο άνευρα : σαρωμένες ιδεολογίες, ρυθμισμένες ζωές.

   Το βιβλίο τής Χάρης Σταθάτου δεν μπορεί να κριθεί σωστά αν διαβαστεί λειψά. Από την πρώτη του σελίδα προειδοποιεί τον αναγνώστη για τις δυσκολίες του, για την «εξειδίκευσή» του αλλά και για τη συγγραφική του ανωτερότητα. Ζητά προσήλωση και επιμονή ξεκινώντας από έναν επιθετικό πρόλογο και καταλήγοντας σε έναν θριαμβικό επίλογο. Τα ερωτήματα που θέτει : έρωτας, ποίηση, περιθωριακή και εκλεκτική ζωή είναι λες για να σμικρύνουν την απόσταση τού πραγματικού από τον φαντασιακό κόσμο που στο βιβλίο είναι ο μόνος ισχυρός και σχεδόν αδάμαστος. Οι τρεις ηρωίδες τού βιβλίου : μια γλωσσολόγος, μια ζωγράφος και μια συγγραφέας δεν έλκονται από τον γάμο, την τεκνοποιία, το συμβατικό κοινωνικό αλισβερίσι και προσπαθούν να υποστηρίξουν τις επιλογές τους, να τις προβάλουν προκλητικά, απειλητικά σχεδόν, γνωρίζοντας ότι η «επανάστασή» τους επειδή γεννιέται και συντηρείται μέσα στο όραμα και προτάσσεται τής ουσίας ποτέ δε θα ξεφτίσει. Λίγο νοιάζεται η Χάρη Σταθάτου για τις κατατάξεις, για το αν η τόλμη και η εσωστρέφεια, ξενίζει και σε μερικές περιπτώσεις απενεργοποιεί τον αναγνώστη. Στο βιβλίο δεν καταφεύγει στο στρωτό και πατημένο δρόμο, αλλά σε ένα κόσμο που φωτίζεται από ένα μοναδικό προβολέα : της τέχνης αντί της ζωής, μέσω μιας ανεμπόδιστης και ακομπλεξάριστης λεκτικής ροής χωρίς να κολακεύει ούτε να ρίχνει σκάλα στον αναγνώστη. Εδώ, ενώ οι «μοντέρνοι» λειτούργησαν μέσα στο πνεύμα τής αποδόμησης και της λεκτικής εκζήτησης, έχουμε μια ανάλαφρη, ρέουσα, γεμάτη τρυφερή λύσσα καταβύθιση σε όσο βάθος διαθέτει η επιδερμίδα που όλα τα βλέπει και πρώτη τα αισθάνεται.

   Για τα μίζερα ελληνικά λογοτεχνικά πράγματα αυτό το δεύτερο βιβλίο τής Χάρης Σταθάτου (το πρώτο ήταν οι «προετοιμασίες» από τις εκδόσεις Κέδρος) θα μπορούσε να αποτελεί ορόσημο καθώς στρέφεται στον μοντερνισμό ζόρικα και ισότιμα με τα πρότυπά του, με μια περιφρόνηση στο μακάριο σήμερα κάνοντας τον αναγνώστη να συμπάσχει οντολογικά και αισθητικά. Το ότι δεν είναι εύκολο να εισπράξει κανείς ένα συμπαγή μύθο από στοιχεία που συνθέτουν το βιβλίο δεν σημαίνει πως μπορεί να σου διαφύγει η ουσία που έχει να κάνει και με την αγανάκτηση που προκαλεί ο αποκλεισμός τής γυναίκας από τη διαδικασία τής ιερότητας που αρχετυπικά νοιώθει να της ανήκει.

.

…………………

.

   το παραπάνω κείμενο είναι το κριτικό σημείωμα τού πεζογράφου και ποιητή γιάννη γαβαλά για το μυθιστόρημά μου και δημοσιεύτηκε το 2007 στην εφημερίδα της ελευσίνας «δια ταύτα», στη στήλη του «επί σκοπόν».

.

   όπως βλέπετε, με αυτήν, και την προηγούμενη, ανάρτηση αποφάσισα (μια ολόκληρη 15ετία αργότερα, όχι αστεία…) να φέρω εδώ και τα δύο (μοναδικά) κείμενα που γράφτηκαν γι’ αυτό το βιβλίο που η (επίσημη, εφημεριδική) κριτική αγνόησε πανηγυρικά και αξιαγάπητα / και τα δύο είναι κείμενα συναδέλφων, δηλαδή πεζογράφων συγγραφέων – και πρέπει να πω ότι – άσχετα με το αν συμφωνώ ή όχι με κάθε πτυχή τής ανάγνωσης και τής ερμηνείας τους (άλλωστε δεν μου πέφτει λόγος, και δεν πρέπει να μου πέφτει) – το γεγονός ότι πρόκειται για συγγραφείς, και μάλιστα καλούς, μ’ αρέσει υπερβολικά – ευκαιρία να τους ευχαριστήσω και από δω.

.

.

.

.

.

27 Νοεμβρίου 2021

«έκθεση βαθυτυπίας», σπαραγμός μεταμφιεσμένος σε μανιφέστο ανατροπής / κριτική τού γιώργου συμπάρδη

.

.

.

.

.

Η ΕΚΘΕΣΗ ΒΑΘΥΤΥΠΙΑΣ (Απόπειρα 2006), το δεύτερο µετά τις Προετοιµασίες του 1987 µυθιστόρηµα της Χάρης Σταθάτου, είναι ένα βιβλίο εριστικό, προκλητικό, ένα µυθιστόρηµα που µέσα στα όριά του δηµιουργεί έναν ολόκληρο και καινούργιο –σχεδόν πρωτοφανή, θα έλεγα– κόσµο ο οποίος καταπείθει τον αναγνώστη και εκβιάζει την κατάφαση και την αποδοχή του.

Θέµα του είναι ο έρωτας και η τέχνη. Ο έρωτας που για τους περισσότερους άνδρες συγγραφείς αποτελεί τρόπον τινά και για κάποιους νεφελώδεις λόγους το αυτονόητο υποτίθεται συνώνυµο του θανάτου, για τη γυναίκα συγγραφέα Χάρη Σταθάτου είναι ταυτόσηµος µε την τέχνη. Ο έρωτας για τη Σταθάτου οδηγεί στην τέχνη ενώ και η τέχνη αναπαριστά και –κάτι ακόµα πιο ουσιαστικό– αναπαράγει τον έρωτα που προϋποθέτει.

Στο κέντρο του µυθιστορήµατος βρίσκεται µια θεατρική πράξη η οποία συναπαρτίζεται από εφτά σκηνές και περιβάλλεται από έναν πρόλογο και έναν επίλογο ενώ δύο εκθέσεις (µε την έννοια που δίναµε στη λέξη «εκθέσεις» στα µαθητικά µας χρόνια) λειτουργούν η µια ως εισαγωγή στον πρόλογο και στη θεατρική πράξη και η άλλη ως δεύτερος και τελικός επίλογος. Χρειάζεται ίσως εδώ να ειπωθεί ότι ο κατά τα άνω θεατρικός πυρήνας του µυθιστορήµατος είναι δυνατόν να υπάρξει και ως αυτοτελές θεατρικό έργο και ότι έτσι όπως εγκλωβίζεται στον πρόλογο και στον επίλογο (µέσα σε κλασικά δηλαδή µυθιστορηµατικά εργαλεία) αποτελεί µαζί τους µια µυθιστορηµατική ενότητα, ένα δεύτερο σχεδόν αυτοτελές σύνολο το οποίο µε τη σειρά του περιβάλλεται από την τελική εξωτερική στιβάδα των εκθέσεων-αφηγήσεων. Μυθιστόρηµα «καρπός» θα µπορούσε εποµένως να χαρακτηρισθεί η Έκθεση βαθυτυπίας, περικάρπιο που περικλείει καρπό που περικλείει πυρήνα. Ή αν το δούµε από το κέντρο προς τα έξω, θεατρικό µονόπρακτο µέσα σε παρενθέσεις και εντέλει µέσα σε αγκύλες που επιτείνουν την αίσθηση της σχεδόν µαθηµατικής και εµφανώς εσκεµµένης δοµής και ταυτόχρονα αναδεικνύουν τον γεωµετρικό σχεδιασµό και την αποδεικτική δεινότητα της συγγραφέως.

.

Τα πρόσωπα του έργου

Τρία είναι τα ορατά και κατονοµαζόµενα πρόσωπα του µυθιστορήµατος: η συγγραφέας του πρόλογου, του θεατρικού και του επίλογου Νίνα, η γλωσσολόγος Λίζα και η ζωγράφος Μάχη. Συντάκτρια της εισαγωγικής καθώς και της τελικής έκθεσης (των «µαθητικών» δηλαδή, σύµφωνα µε όσα είπαµε, εκθέσεων) είναι µια ανώνυµη γυναίκα, ίσως η συγγραφέας Νίνα, ίσως µια άλλη τέταρτη γυναίκα όπως θα ήθελε και όπως µας αφήνει να υποθέσουµε η ίδια η Σταθάτου µε τις γλωσσικές επεξηγήσεις που προτάσσει στο βιβλίο της. Το ίδιο συµπέρασµα προκύπτει αν λάβουµε υπόψη µας και την τέταρτη φιγούρα που αχνοφαίνεται στο βάθος του πίνακα του Max Beckmann µε τον τίτλο «Τέσσερις γυναίκες» και ο οποίος πίνακας είναι βέβαιο ότι κάθε άλλο παρά τυχαία χρησιµοποιείται στο εξώφυλλο του βιβλίου.

Το ερώτηµα εάν το συγκεκριµένο έργο του Beckmann προ–υπήρξε ως κατά έναν τρόπο πηγή έµπνευσης για τη συγγραφέα της Βαθυτυπίας ή βρέθηκε να ταιριάζει µε όσα έγραψε εκ των υστέρων ή σε κάποιο στάδιο της γραφής είναι µάλλον αδιάφορο. Το ίδιο κατά τη γνώµη µου αδιάφορο είναι και το ερώτηµα εάν η συντάκτρια των δύο εκθέσεων είναι η Νίνα ή κάποια άλλη, τετάρτη, ανώνυµη γυναίκα και ανώνυµο προσωπείο της Σταθάτου: συντάκτρια και κατασκευάστρια των εκθέσεων αλλά και ολόκληρου του µυθιστορήµατος, ακόµα και αν η ορθογραφία στα επί µέρους τµήµατα διαφέρει, µοιάζει να είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Και δεν εννοώ τη συγγραφέα της Βαθυτυπίας αλλά το ένα και µοναδικό ουσιαστικά πρόσωπο που άλλοτε διοχετεύεται και παίρνει τη µορφή της ανώνυµης αφηγήτριας των εκθέσεων κι άλλοτε της Νίνας που έχει πάντοτε για φίλες της τη Λίζα και τη Μάχη και όχι κάποια τρίτα πρόσωπα και η οποία παρά τις ορθογραφικές διαφοροποιήσεις µιλάει και εκφράζεται µε έναν ιδιαίτερο αλλά και ίδιο τρόπο και είναι φορέας των ίδιων ιδεών.

Στο πρώτο µέρος του βιβλίου δύο φίλες, η ανώνυµη συντάκτριά του για την οποία µιλήσαµε και η ζωγράφος Μάχη, συζητούν για την ερωτική περιπέτεια µιας κοινής γνωστής τους, της Λίζας που ζει στη Γερµανία. Της Λίζας η οποία για έναν ασήµαντο λόγο, για ένα τίποτα «απ’ αυτά που ’χει ανεχτεί από τους άλλους τους άσχετους µε την οκά» (σελ. 36), χωρίζει από τον γερµανό φίλο της αλλά εξακολουθεί να ζει σε διαφορετική πόλη της ίδιας χώρας µόνο και µόνο για να ακούει τη γλώσσα του Γερµανού της. Τόσο τρελά είναι ερωτευµένη µαζί του.

Την ίδια ουσιαστικά ιστορία, αλλά µε διαφορετικά πρόσωπα στους ρόλους και µε διαφορετικά δεδοµένα, ξανακούµε και στο δεύτερο µέρος του βιβλίου, στον πρόλογο. Η συγγραφέας Νίνα (η οποία όπως είπαµε είναι και η συγγραφέας του προλόγου), η γλωσσολόγος Λίζα που έχει επιστρέψει στο µεταξύ από το εξωτερικό και η ζωγράφος Μάχη συναντώνται και συζητούν µεταξύ άλλων και για κάποιο νεαρό και ταλαντούχο ζωγράφο, γνωστό της Μάχης, που ενώ δεν έχει καταφέρει ακόµη να µπει στη Σχολή Καλών Τεχνών (και δεν το έχει καταφέρει ακριβώς επειδή είναι ταλαντούχος), κερδίζει την εκτίµηση και την αγάπη µιας καθηγήτριας της σχολής η οποία του δίνει πρόσβαση στα υλικά της σχολής και του επιτρέπει να παρακολουθεί τα µαθήµατά της. Και αυτό µέχρι που τα αισθήµατα της ερωτευµένης καθηγήτριας πληγώνονται από το γεγονός ότι ο νεαρός προθυµοποιείται να καλέσει στο εργαστήρι του και να δείξει όλη τη µέχρι τότε δουλειά του σε µια άλλη, ακόµα µεγαλύτερης ηλικίας γυναίκα, διάσηµη ζωγράφο από το εξωτερικό.

Με αφετηρία την παρεξήγηση που δηµιουργείται ανάµεσα στο νεαρό και την καθηγήτριά του και µε τα ίδια σχεδόν δεδοµένα υλικά του παραπάνω µύθου, η Νίνα χτίζει το έργο της, δηλαδή τη θεατρική πράξη που καταλαµβάνει το τρίτο µέρος του µυθιστορήµατος: σε µια γκαλερί όπου εκτίθενται τα έργα βαθυτυπίας (ή χαρακτικής, αν προτιµάτε) µιας καθηγήτριας Σχολής Καλών Τεχνών στην οποία δίνει το όνοµα της Μάχης, έρχεται καθηµερινά µια γλωσσολόγος µε το όνοµα Λίζα για να θαυµάσει τα χαρακτικά και να πείσει τελικά τη χαράκτρια για τα ευγενή αισθήµατα ενός νέου εξαιρετικού ταλέντου και παρόµοιας συµπεριφοράς µε τον νεαρό του προλόγου. Η ανιδιοτέλεια, τα επιχειρήµατα και τα ειλικρινή αισθήµατα από τα οποία εµφορείται η θεατρική Λίζα θα κινητοποιήσουν τη θεατρική Μάχη και θα οδηγήσουν τις δύο γυναίκες σε µια βαθιά, εξοµολογητική φιλία, σε έναν εναγκαλισµό και σ’ ένα φιλί ερωτικό.

Στον επίλογο (στο τέταρτο µέρος του βιβλίου), η Νίνα µε την πρωτοπρόσωπη πάντοτε αφήγησή της µας ξαναγυρίζει στις ηρωίδες έτσι όπως τις γνωρίσαµε στον πρόλογο και στις πραγµατικές τους διαστάσεις ενώ και η ιστορία της για τον νεαρό ζωγράφο προσγειώνεται στην πραγµατικότητα: στις αντιδραστικές απόψεις και τη σεξιστική συµπεριφορά του όντως ταλαντούχου νεαρού, στη στάση ζωής και τις κάθε άλλο παρά ιδανικές δράσεις του που προλέγουν ένα µέλλον στο οποίο πρόκειται να κάνει ό,τι και οι υπόλοιποι ταλαντούχοι ζωγράφοι: «Αυτοί που δίνουνε την εντύπωση ότι ζωγραφίζουνε µόνο και µόνο για να ’χουν να κάνουνε κάτι ώσπου να πεθάνουν» (σελ. 332).

Την ανώνυµη αφηγήτρια της πρώτης έκθεσης τη συναντάµε και στο τελευταίο µέρος του βιβλίου να συνεχίζει τον µονόλογο και την περιπλάνησή της. Η φωνή του άγνωστου στην όψη γκαλερίστα που αδίκως την είχε γοητεύσει από τηλεφώνου στην αρχή του βιβλίου, γίνεται τώρα φωνή άλλης τάξεως. Γίνεται µια ποιητική συλλογή την οποία θα της χαρίσει η φίλη της Λίζα γραµµένη από έναν άγνωστο άνδρα ποιητή που ζει στο Βερολίνο και µιλάει µε τη δική της γλώσσα – τη γλώσσα της αφηγήτριας και τα αισθήµατα της αφηγήτριας. Και ενώ τα ποιήµατά του είναι σαν να τα έχει γράψει η ίδια και εκείνος να της τα έκλεψε και σαν να είναι εκείνος αυτή, από αλληλεγγύη στη γυναίκα σύντροφό του κι ακόµα περισσότερο λόγω του βάσιµου φόβου της διάψευσης και της µαταίωσης, η συνάντηση της αφηγήτριας µε τον ποιητή δεν πραγµατοποιείται και περιγράφεται όπως ίσως θα γινόταν (αν γινόταν) σε ένα επίπεδο φαντασιακό.

.

Μορφές του έρωτα

Ο µοναδικός χειροπιαστός έρωτας και η µοναδική πραγµατωµένη ερωτική σκηνή του βιβλίου, υπάρχει, εσκεµµένα και πάλι, ανάµεσα σε δύο άτοµα του ιδίου φύλου, σε δύο άνδρες που αγγίζονται και κοιτάζονται σε ένα µπαρ του Βερολίνου. Αχνή ελπίδα και υπόσχεση ετεροφυλόφιλης προσέγγισης ο αιµοµικτικός έρωτας αδελφής µε αδελφό που κι αυτής όµως η πραγµατοποίηση εναποτίθεται σε κάποιο µελλοντικό αφήγηµα της ανώνυµης ηρωίδας και στις µελλοντικές, φυσικά, συγγραφικές της διαθέσεις. Προς το παρόν και µέσα στα όρια της Έκθεσης βαθυτυπίας οι άνδρες «καµαρώνουν για τον έρωτα που κάνουνε λες και δίνουνε µάχη» λες και «νικήσανε κάποιον» (σελ. 339). «Τι ερωτική εποχή είναι αυτή» αναρωτιέται ήδη από το πρώτο µέρος του βιβλίου η ίδια ανώνυµη γυναίκα «όταν ο έρωτας κρατάει µόνο όσο κρατάει η παιδική µας η άγνοια;». Στην παιδική ηλικία η άγνοια και στην εποχή της ετοιµότητας «η απόλυτη φρίκη: οι καταστροφές, τα ολοκαυτώµατα: τότε είναι που µπορείς να πεις ότι πια ερωτεύεσαι». Κι ύστερα; Ύστερα έρχεται η εποχή της «απόλυτης και ώριµης νέκρας» (σελ. 47).

Την ερώτηση του Κώστα Ταχτσή στα Ρέστα (1972) (στο αυτοβιογραφικό του αφήγηµα «Η πρώτη εικόνα»), το ρητορικό εκείνο «µα πόσο αρρενωπότερος µπορούσα να γίνω, και πόσο θηλυκότερος», που δεν περιµένει απάντηση αφού η απάντηση είναι δεδοµένη και αυτονόητη, είναι µια ερώτηση την οποία πιστεύω ότι µε τον ίδιο εµφατικό τρόπο θα µπορούσε να υποβάλει διά στόµατος οιασδήποτε των ηρωίδων της και η Χάρη Σταθάτου. Οι αγοραίες ανδρικές εκφράσεις των γυναικών της, όπως το «πάµε για αγόρια και τεκνά», το «πηδάµε και κανένα αγοράκι» ή το «φύγαµε µάγκες» και τα παρόµοια, καθώς και η πλήρης αντιστροφή των ρόλων µε τις γυναίκες να απαξιώνουν τους συνοµήλικους και πολύ περισσότερο τους µεγαλύτερους και να κυνηγούν τους µικρότερους σε ηλικία άνδρες και να περιφρονούν όλη τη µέχρι σήµερα τέχνη των ανδρών που είναι «µια λαµπερή κρίση τρέλας, µια σχιζοφρένεια (…) µια διαρκής βαβούρα» (σελ. 200) αποτελούν µέρος και µόνον της επιθετικής και αρρενωπής εκδοχής του θηλυκού εαυτού, το αρνητικό µιας φωτογραφίας που όταν τελικά αποτυπώνεται (και αποτυπώνεται στην Έκθεση βαθυτυπίας) αποκαλύπτει την άφατη πίκρα και τις βαθιές πληγές των γυναικών ηρωίδων και της συγγραφέως.

Η µητριαρχία την οποία επαγγέλλεται η Χάρη Σταθάτου που θα έρθει µετά από µια επανάσταση, όχι των όπλων αλλά µε την αποτύπωση της θετικής όψης των πραγµάτων και των τραυµάτων εκείνων τα οποία έχουν χαραχθεί µε οξύ στο σώµα και στην ψυχή των γυναικών της, µε την ειρηνική επανάσταση που από τη φύση τους είναι γυναίκες («εµείς, η επανάσταση που είµαστε εµείς, που ακόµα δεν φαίνεται, είπε η Μάχη, αυτό που λέµε, που ακόµα δεν το ακούνε» σελ. 333), δεν είναι η γνωστή παλιά µητριαρχία. Είναι µια πρωτάκουστη µελλοντική Γυναικών Αρχή, είναι εκ πρώτης όψεως µια µητριαρχία χωρίς µητέρες, µε γυναίκες που αρνούνται να γεννήσουν. Οι ηρωίδες της Χάρης Σταθάτου δεν µεµψιµοιρούν και δεν κλαυθµυρίζουν, το αντίθετο: αποσιωπούν µε υψηλοφροσύνη τον σπαραγµό τους και τον µεταµφιέζουν σε εξαγγελία ενός µανιφέστου συνολικής και απόλυτης ανατροπής.

.

Απελευθερωτική πρόζα

Με δεδοµένη την τέτοια οπτική όσον αφορά το επικείµενο µέλλον των γυναικών, η ρητά εκπεφρασµένη πρόθεση της Σταθάτου (διά στόµατος και των δύο αφηγητριών της) να µη φτιάξει καινούργιες ιστορίες αλλά να κατανοήσει –που σηµαίνει να κατανοήσει κριτικά και από τη σκοπιά του φύλου της– τις ήδη υπάρχουσες ιστορίες είναι εύλογη. Η Σταθάτου αρνείται να κατασκευάσει τις δικές της ιστορίες όχι γιατί απεχθάνεται τις κατασκευές κι αφού σε οµολογηµένες κατασκευές κι η ίδια καταφεύγει, αλλά γιατί θέλει να αποδιαρθρώσει και να ανατρέψει τις ήδη υπάρχουσες. Αρνείται να κατασκευάσει ιστορίες γιατί έχει την έπαρση να πιστεύει και την ικανότητα να αποδεικνύει ότι παίρνοντας «αφορµή κι από ’να κουκούτσι» που πέφτει κάτω µπορεί να φτιάξει µια ιστορία (σελ. 380).

Παρόµοια στάση τηρεί η συγγραφέας και όσον αφορά το γλωσσικό της εργαλείο. Οι προκλητικές και µερικές φορές εξεζητηµένες επαναλήψεις, οι αλλεπάλληλες παρενθέσεις και τα επιτηδευµένα σηµεία στίξης σε συνδυασµό µε την απόλυτη προφορικότητα του γραπτού της καταδεικνύουν την αριστοκρατική άρνησή της να προβεί σε οποιουδήποτε είδους παραχώρηση στην ευκολία. Μαρτυρούν και για την άρνησή της να γοητεύσει τον αναγνώστη µε τα δοσµένα και µέχρι σήµερα εν χρήσει µέσα της λογοτεχνίας. Και όµως. Αρνούµενη τη λογοτεχνικότητα η Σταθάτου φτάνει µε τον δικό της προσωπικό τρόπο σε µια άλλου είδους λογοτεχνικότητα, δηµιουργεί µια πληθωρική αλλά και απελευθερωτική πρόζα όπου όλα λέγονται µε το όνοµά τους και όπου ακούµε, όπως σπάνια τυχαίνει να ακούµε, τις γυναίκες να µιλούν µε τη γλώσσα τους. Αρνούµενη τη µυθοπλασία, δηµιουργεί ένα πολυσύνθετο είδος µυθιστορήµατος του οποίου η συστροφική και ανακυκλούµενη αφήγηση διαπλέκεται µε το δοκίµιο και οι απόψεις των ηρωίδων της για τις τέχνες και την ανθρώπινη κατάσταση µε τα ολωσδιόλου πειστικά και πολύ πραγµατικά τους βιώµατα και πάθη.

Η κατάδυση στην παιδική ηλικία των ηρωίδων που επιχειρείται στο πρώτο και στο δεύτερο µέρος της Έκθεσης Βαθυτυπίας πιστεύω ότι αποτελεί ένα από τα κλειδιά για την κατανόησή της. Για την κατανόηση όχι µόνον της φύσης της θεατρικής τέχνης, της τέχνης του µυθιστορήµατος και της καλλιτεχνικής δηµιουργίας γενικότερα, έτσι όπως την αντιλαµβάνεται η Σταθάτου, αλλά και του τρόπου µε τον οποίον προσλαµβάνει και αποτυπώνει η συγγραφέας τον κόσµο της. Έναν κόσµο αφιλόξενο και σε πολλές περιπτώσεις σκληρό για το φύλο της που συχνά την οδηγεί στην απαισιοδοξία και συχνότερα στις υπερβολές του επαναστατηµένου και διαµαρτυρόµενου ανθρώπου. Όµως η Χάρη Σταθάτου γνωρίζει ότι δεν είναι όλη η τέχνη των ανδρών µια σχιζοφρενής βαβούρα, είναι συγγραφέας και γνωρίζει ότι ένας κόσµος χωρίς µητέρες και χωρίς παιδιά είναι ένας κόσµος χωρίς την παιδική ηλικία την οποία νοσταλγεί και ότι η νοσταλγία της είναι κατά βάθος η νοσταλγία του έρωτα. Και γι’ αυτό το βιβλίο της τελειώνει µε µια µεγαλειώδη παρέλαση διαµαρτυρίας και µε µια ιδιαίτερα τρυφερή και συγκινητική σκηνή κεντρική φιγούρα της οποίας δεν είναι µια µητέρα αλλά ένας πατέρας που προστατεύει και προτάσσει τη δίχρονη κορούλα του.

Η Έκθεση βαθυτυπίας, ακόµα κι αν δεν επαληθευτεί σε όλες τις προβλέψεις της όσον αφορά τη γυναίκα και τη θέση της σ’ έναν µελλοντικό κόσµο, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον µυθιστόρηµα, ένα βιβλίο επίµονο, απαιτητικό, που όµως πλουτίζει και αποζηµιώνει κι ανταµείβει τον αναγνώστη πλουσιοπάροχα.

.

.

.

μικρή διευκρίνιση – επειδή δεν με έχετε συνηθίσει να βάζω κείμενα για μένα σ’ αυτό το βλογ – αλλά, βλέπετε,


από τους «επαγγελματίες κριτικούς» κανείς δεν είχε κέφι ν’ αγγίξει αυτό το βιβλίο : ευτυχώς δηλαδή που υπάρχουν και γενναίοι συνάδελφοι, ο εξής ένας : ο γιώργος συμπάρδης (εξαίρετος, ο ίδιος, πεζογράφος) έγραψε αυτό το κείμενο για την «έκθεση βαθυτυπίας» μου το 2007, την ίδια τη χρονιά τής έκδοσης τού βιβλίου – και πρέπει να τον ευχαριστήσω συν τοις άλλοις και για τη διεισδυτική (και γεμάτη φαντασία, συγγραφέας άλλωστε είναι και ο ίδιος) ματιά του –

(το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε τον σεπτέμβριο τού 2007 στο περιοδικό «εντευκτήριο», τεύχος 78, αλλά από τον φετεινό οκτώβριο βρίσκεται και στο τελευταίο του βιβλίο, όπου ο γιώργος συμπάρδης έχει μαζεμένα τα κριτικά του δοκίμια με τον τίτλο «Σκόρπια. / κείμενα για συγγραφείς και βιβλία» – εκδόσεις «μεταίχμιο»)

κι έτσι, χαίρομαι επιπλέον και για το ότι, με την ευκαιρία αυτής της έκδοσης μπόρεσα να έχω τώρα την κριτική του και στην ψηφιακή της μορφή, ώστε να την βάλω στο βλογ.

.

.

.

.

.

.

11 Σεπτεμβρίου 2021

πρώτο κεφάλαιο : δίδυμοι

.

.

.

.

                                   

   Και δεν είχα αρχίσει ακόμα καλά–καλά να καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολο να γράψεις για ένα γεγονός αμέσως μετά από τό γεγονός – κι ότι πρέπει ν’ αφήσεις να περάσει καιρός ώστε τό γεγονός να παγώσει – όταν πέσαν εκείνοι οι πύργοι – οπότε αμέσως αποφάσισα να συμπεριλάβω μερικά κι απ’ αυτό, και ίσως η μεγαλύτερη συνεισφορά τών αμερικάνικων πύργων στο έργο μου να ήταν ακριβώς αυτό, τό ότι αποφάσισα δηλαδή να συμπεριλάβω και αυτήν τήν ιστορία (αλλά και άλλα γεγονότα που θα συμβαίναν όσο θα γραφόταν τό βιβλίο) στο βιβλίο μου. Σ’ αυτό βέβαια θα έκανα και διάφορες αλχημείες και επιλογές (γιατί διαφορετικά θα ξεχνούσα τελείως τό θέμα μου και θα καθόμουν να γράψω αλλονών χρονολόγια) (και τότε ποιός θα τήν άκουγε τήν Νίνα, όταν για τήν βιογραφία έχει τόσα περί ευκολίας να πει, σκέψου τί κακίες θα ’λεγε για τίς ημερολογιακές καταγραφές γεγονότων)

   επειδή εγώ αυτήν τήν πόλη τήν είχα αφήσει κι ερχόμουνα λίγο–λίγο, ενώ κάποιοι άλλοι τήν είχαν μονίμως στην πλάτη τους – έτσι λοιπόν τήν τελευταία φορά που κατέβηκα από τό βερολίνο στην αθήνα (και είχα περάσει προηγουμένως κι απ’ τήν μαγική πόλη που τήν έλεγα μικρή παλιά μονάχο) (κι απ’ όπου μού ερχόντουσαν πάντοτε, σταλμένα από τή δεύτερη μαμά, τά πιο ωραία παιχνίδια) άνοιξα το ραδιόφωνο ν’ ακούσω και μουσική (γιατί τό ραδιόφωνο ήταν τό μόνο πράγμα που μέ συνέδεε με τόν έξω κόσμο εδώ) κι επειδή πρέπει πάντα ν’ ακούω όταν ετοιμάζομαι εγώ να δουλέψω μουσική – αλλά τό πρόγραμμα που παίζει εδώ τή μουσική μου έχωνε και διάφορα θρήσκα και καθυστερημένα κάθε τόσο ανάμεσα, κι έτσι αναγκαζόμουνα να ακούω ανάμεσα στον μπετόβεν και τόν μπαχ και διάφορα φιλοπαπαδικά : συνηθισμένη δηλαδή από τήν πολιτισμένη μου τήν ευρώπη είχα ξεχάσει ότι εδώ κυβερνάνε οι παπαδόφιλοι – κι έτσι άλλαξα σταθμό και γύρισα τό κουμπί στις ειδήσεις, και νά που τότε μόλις είχε γίνει στην νέα υόρκη η καταστροφή κι έπεσα πάνω στις πρώτες εκείνες ανακοινώσεις για τό αεροπλάνο τό γεμάτο φιλοπαπαδικούς και οι φωνές όλων ήταν τόσο αναστατωμένες και τό δεύτερο αεροπλάνο δεν είχε κάνει ακόμα τήν εμφάνισή του και θα συγκρουότανε με τόν δεύτερο πύργο σε λίγα λεφτά, κι έτσι θα τό ζούσα κι αυτό τότε όπως κι οι άλλοι κι εγώ μαζί, ζωντανά πολύ : επιπλέον μελέτησα από άποψη γλωσσική τήν αμηχανία τών ανθρώπων αυτών τών μεμέ (η λέξη μεμέ για τά όργανα απ’ όπου εξακοντίζεται η αναγκαστική πολυλογία αυτών τών ανθρώπων βγαίνει φυσιολογικά από τά αρχικά της αλλά αποφεύγουνε όλοι (εκτός από μένα) να τή λένε γιατί παραπέμπει σα λέξη σε κείνη τήν λεξούλα τήν ερωτική που λέγαμε όταν είμαστε όλοι παιδιά (για τά βυζιά τών μεγάλων – και ως γνωστόν οτιδήποτε έχει σχέση με τό σώμα μας που έχει οποιαδήποτε σχέση με τόν έρωτα πρέπει να αποσιωπείται (και να μεταμφιέζεται) στον κόσμο αυτόν – και να προκαλεί και ντροπή, αλλά είπαμε, δεν θα ασχοληθώ με τά επαγγελματικά μου τώρα)) όλοι λοιπόν στα μεμέ εκείνο τό απόγευμα ξεχάσαν στο πι και φι τίς επιδείξεις γλωσσομάθειας με τίς οποίες μιλάνε συνήθως (καθότι η γλώσσα τους όπως κάθε άλλη μικρή και άγνωστη γλώσσα βρίσκεται σε ανυποληψία, η οποία είναι τόσο μεγαλύτερη όσο όλοι υποστηρίζουν ότι τή θαυμάζουν (φτάνει να είναι νεκρή) (γιατί η ζωντανή γλώσσα βέβαια είναι επικίνδυνη και έχει ειρωνεία και χιούμορ – στα υπόγεια όμως μόνο, όπου κανένας δεν είναι γνωστός και κανείς φακός δεν ρίχνει φως, εκεί η γλώσσα ζεματάει από ειρωνεία και χιούμορ και κοροϊδίες) (αλλά είπαμε, δεν θα ασχοληθώ με τά επαγγελματικά μου τώρα)) – μιλάγαν λοιπόν όλοι πολύ έντρομοι και πολύ κανονικά – κι όταν είσαι με τό στόμα ανοιχτό δεν προλαβαίνεις να κάνεις επίδειξη γνώσεων και πάνε όλ’ αυτά περίπατο και στον αγύριστο : μάλιστα μια από τίς πιο καταπληκτικές προτάσεις που είχα διαβάσει ήταν η περιγραφή τής γυναίκας εκείνης στο βιβλίο της όπου μιλούσε για τά βασανιστήρια που γινόντουσαν επί χούντας, και σε κάποια σελίδα μιλώντας για τά ουρλιαχτά τού φίλου της που τόν ακούγανε φυλακισμένες όλες σε ένα άλλο δωμάτιο τήν ώρα που αυτοί τόν βασανίζανε στην ταράτσα είπε Η κερκυραϊκή προφορά τού τάδε εξαφανιζότανε όταν ούρλιαζε : εγώ δεν έχω ακούσει καταπληκτικότερη πρόταση. Αυτή η πρόταση είναι μάλιστα επιπλέον και φοβερά χρήσιμη στη γλωσσολογία διότι αποδεικνύει (μ’ ένα φριχτό φυσικά παράδειγμα) ότι οι διαφορές απ’ τή μια γλώσσα στην άλλη είναι μόνο τής επιφάνειας κι ότι οι διαφορές υπάρχουν μόνο όταν λέμε διάφορα αδιάφορα πράγματα ή και τελείως ψέματα, και ζούμε δηλαδή στολισμένοι και φωτιζόμενοι στην επιφάνεια – κι όταν κατερχόμαστε στα βάθη και τήν αλήθεια (που μπορεί να βρίσκεται και σε μία ταράτσα) οι διαφορές πάνε πάντα περίπατο

   κι έτσι μιλώντας τότε για τήν καταστροφή είχαν βρει τώρα όλοι τή φυσική τους γλώσσα. Αλλά είπαμε, δεν θα ασχοληθώ με τά επαγγελματικά μου τώρα

   απλώς αυτό ήταν που θύμιζε κάτι σαν μια τρύπα μέσα από τήν οποία σκύβεις και κοιτάς σαν μέσα από έναν φακό ή ένα καλειδοσκόπιο (μού ’χε φέρει εμένα η δεύτερη μαμά ένα τέτοιο παιχνίδι από τό μονάχο όταν ήμουν μικρή) και ξαφνικά βλέπεις αστραπιαία ένα φως γεμάτο χρώματα και σού φαίνονται άγνωστα μόνο και μόνο επειδή νόμιζες ότι δεν θα είχε παρά μόνο μαύρο στις διάφορες αποχρώσεις του τό σκοτάδι αυτό.

     

(μέρος τού πρώτου κεφαλαίου, από τις «βιογραφίες αγνώστων»)

                                   

.

.

.

.

.

.

28 Ιουλίου 2021

γοδεφρείδος από το στρασβούργο : ένας έρωτας με την ιζόλδη / προδημοσίευση από τις «βιογραφίες αγνώστων»

 

a 1 a a a fb gottfried booksjournal ποστ  a 1 a a a blog gottfried (9)

.

.

   αυτόν τον ιούλιο η δεύτερη συνεργασία μου με το ημερολόγιο των βιβλίων, ή books’ journal, /τεύχος 121/, είναι μια προδημοσίευση από τις «βιογραφίες αγνώστων» – που παραμένουν κάτι έτη στο συρτάρι, ακόμα ανέκδοτες (μη με ρωτήσετε πότε θα το κουβαλήσω στους εκδότες, η διαδικασία μονίμως με κουράζει, αλλά θα ’πρεπε να γράψω ένα μυθιστόρημα για να το εξηγήσω – και προς το παρόν δεν πρόκειται να το κάνω – ίσως αν γράψω ποτέ τίποτα mémoires)

 

   το κείμενο πάντως, διευκρινίζω ότι, είναι ένα μέρος τού 6ου κεφάλαιου που ασχολείται ευθέως με τον νίτσε, και (διαγωνίως μόνο, και ελαφρώς) με τον βάγκνερ – και έχει για τίτλο του τη φράση «jenseits von Gut» : ολόκληρη η νιτσεϊκή διατύπωση είναι πως «ό,τι γίνεται από έρωτα συμβαίνει πέραν τού καλού και τού κακού»

 

   γράφοντας το κεφάλαιο (και το βιβλίο) τότε (το μακρινό 2003), είχα αρπάξει την ευκαιρία (αλλά στην πραγματικότητα τώρα που το σκέφτομαι, ίσως και να ξεκίνησα υπογείως ακριβώς από την ευκαιρία αυτή) να μιλήσω για ένα μεσαιωνικό, άκρως και αναπάντεχα ανατρεπτικό, ανηθικολόγο και ερωτικό κείμενο, που αγάπησα σφόδρα, τον μεσαιωνικό «τριστάνο» τού γοδεφρείδου από το στρασβούργο :

 

   χαίρομαι επομένως που με την προδημοσίευση αυτή ο τριστάνος τού γοδεφρείδου που είναι άγνωστος στο μεγάλο κοινό έρχεται ελπίζω λίγο πιο κοντά σε όλους (εδώ έχω ξαναγράψει γι’ αυτό, αλλά όσοιες με διαβάζετε αποτελείτε ως γνωστόν ένα μικρό και στενό, αν και πολύτιμο, για μένα, κοινό), συνεπώς η ανάλυσή μου και οι μικρές μεταφραστικές μου προσπάθειες αποτελούν την πρώτη αναφορά απ’ ό,τι ξέρω για τον θαυμάσιο μεσαιωνικόν γερμανόφωνον αλσατόν στα ελληνικά

 

   παραθέτω φωτοτυπημένες σελίδες από το φιλόξενο, και γενναιόδωρο, περιοδικό (κάποια στιγμή μπορεί να μιλήσω για το τι σημαίνει γενναιοδωρία σε μια χώρα, όπου για να ασχοληθεί κάποιος με τα γραφτά σου πρέπει μάλλον να ’χεις μπάρμπα στην κορώνη και να μην ντρέπεσαι να τον επιδεικνύεις κιόλας) εντωμεταξύ εσείς μπορείτε να πάτε στο περίπτερο να το βρείτε για να διαβάσετε και την υπόλοιπη ύλη, που είναι πολύ χρήσιμη όπως πάντα

 

   (με τον βάγκνερ και τη σχέση του, είτε με τον νίτσε είτε (στην περίπτωσή μας) με τον γοδεφρείδο, γίνονται μονίμως διάφορες παρεξηγήσεις, κάποιες από τις οποίες με απασχόλησαν εξάλλου στο κεφάλαιο τού βιβλίου μου, απ’ όπου και η σημερινή αναδημοσίευση : συνοπτικά να πω ότι ο θυμός τού νίτσε προς τον παλιό του φίλο οφειλόταν ακριβώς (ούτε σε αναιτιολόγητο βίτσιο, ούτε σε αναιτιολόγητη κακία, αλλά) στην σταδιακή μεταστροφή τού βάγκνερ, προϊούσης της ηλικίας και των συμβιβασμών του με την κυρίαρχη γερμανική ιδεολογία της εποχής, προς απόψεις άκρως συντηρητικές, δηλαδή πολύ απόμακρες  προς ό,τι τον ένωσε κάποτε με τον μονίμως οργισμένο φιλόσοφο – και ο «τριστάνος» τού βάγκνερ όντας από τα τελευταία του έργα κουβαλάει πάνω του ατόφια αυτή τη διάθεση να παραβλέψει την ανατρεπτική λογική που έφερνε ο μύθος ειδικά όπως τον έφτιαξε ο γοδεφρείδος – ο χριστιανισμος τού βάγκνερ θα αποτελούσε από μόνος του σκάνδαλο για τον ερωτικό μεσαιωνικό αλσατόν / παρ’ όλ’ αυτά, και ακριβώς επειδή ο γοδεφρείδος παραμένει ουσιαστικά άγνωστος (και όχι μόνο στη (βασικά αδιάβαστη) χώρα μας) συνέβη ώστε, τόσο στο ελληνόφωνο όσο και στα (σαφώς προσεκτικότερα και εγκυρότερα) αλλόγλωσσα λήμματα τής βικιπαίδειας, να έχει περάσει η ανακρίβεια ότι ο βάγκνερ πήρε την υπόθεση του «τριστάνου» από τον γοδεφρείδο, κάτι που υπεισήλθε μοιραία και στη λεζάντα της φωτογραφίας, από την πρώτη παράσταση τού βαγκνερικού τριστάνου, το 1865, με την οποία το φιλόξενο περιοδικό επεδίωξε πολύ γενναιόδωρα να διακοσμήσει το άρθρο μου)

 

   ας κρατήσουμε πάντως ενγένει το χιούμορ τού στρασβουργιανού όπως φαίνεται και από τις ελάχιστες δικές μου αναφορές – και ας ελπίσουμε, για το μέλλον, σε περισσότερα, μεταφραστικά και άλλα.

.

.

γοδεφρειδος1 βλογ

.γοδεφρειδος2 βλογ

.γοδεφρειδος7 βλογ

.γοδεφρειδος8 βλογ

.

.

.

.

Επόμενη σελίδα: »

Start a Blog at WordPress.com.